Διεθνείς αρχές για την Εφαρμογή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην Παρακολούθηση των Επικοινωνιών

Τελική έκδοση: 10 Ιουλίου 2013

Καθώς οι τεχνολογίες που διευκολύνουν την κρατική παρακολούθηση των επικοινωνιών εξελίσσονται, τα Κράτη δεν κατορθώνουν να διασφαλίσουν ότι οι νόμοι και οι κανονισμοί που σχετίζονται με την παρακολούθηση των επικοινωνιών συμμορφώνονται με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και προστατεύουν επαρκώς τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην ελευθερία έκφρασης. Το παρόν έγγραφο επιχειρεί να εξηγήσει πώς εφαρμόζεται το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο τρέχον ψηφιακό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού τεχνολογιών και τεχνικών παρακολούθησης των επικοινωνιών και των αλλαγών σε αυτές. Οι αρχές αυτές μπορούν να παρέχουν σε κοινωνικές ομάδες, στη βιομηχανία, στα Κράτη και σε άλλους φορείς ένα πλαίσιο αξιολόγησης για το εάν οι τρέχοντες ή προτεινόμενοι νόμοι και οι πρακτικές παρακολούθησης είναι συνεπείς με τη διαφύλαξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Επίσης, αυτές οι αρχές συνιστούν το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας διαβούλευσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων, της βιομηχανίας και διεθνών ειδικών σχετικά με την τεχνολογία, την πολιτική και τη νομοθεσία που αφορούν την παρακολούθηση των επικοινωνιών.

Εισαγωγή

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η προστασία του είναι ουσιώδης για την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών κοινωνιών. Η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ενισχύει άλλα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, καθώς και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και αναγνωρίζεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων.1Οι δραστηριότητες που περιορίζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των επικοινωνιών, μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο όταν επιβάλλονται από τη νομοθεσία, όταν είναι απαραίτητες για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού και όταν είναι ανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό.2

Πριν από τη μαζική εξάπλωση του Διαδικτύου, κάποιες καλά εδραιωμένες νομικές αρχές και μερικά προβλήματα στη διακίνηση που ήταν εγγενή στην παρακολούθηση των επικοινωνιών επέβαλλαν όρια στην κρατική παρακολούθηση των επικοινωνιών. Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτά τα εμπόδια στη διακίνηση σχετικά με την παρακολούθηση έχουν μειωθεί και η εφαρμογή των αρχών του δικαίου στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον έχει γίνει ασαφής. Η ραγδαία ανάπτυξη του περιεχομένου των ψηφιακών επικοινωνιών και των πληροφοριών σχετικά με τις επικοινωνίες ή των “μεταδεδομένων επικοινωνιών” – πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες ή τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών από κάποιο άτομο – το μειούμενο κόστος αποθήκευσης και άντλησης μεγάλων συνόλων δεδομένων, καθώς και η παροχή προσωπικών δεδομένων μέσω τρίτων παροχέων υπηρεσιών καθιστούν δυνατή την κρατική παρακολούθηση σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ σε σχέση με το παρελθόν.3 Στο μεταξύ, η διαμόρφωση αντιλήψεων σχετικά με το υφιστάμενο δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν έχουν συμβαδίσει με τις σύγχρονες και μεταβαλλόμενες δυνατότητες της κρατικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, τη δυνατότητα του Κράτους να συνδυάζει και να οργανώνει πληροφορίες που αποκτώνται από διάφορες τεχνικές παρακολούθησης ή την αυξανόμενη ευαισθησία των πληροφοριών που είναι προσβάσιμες.

Η συχνότητα με την οποία τα Κράτη επιδιώκουν να αποκτήσουν πρόσβαση τόσο στο περιεχόμενο των επικοινωνιών όσο και στα μεταδεδομένα τους αυξάνεται δραματικά, χωρίς να υπάρχει επαρκής διερεύνηση.4Με την πρόσβαση στα μεταδεδομένα των επικοινωνιών και την ανάλυσή τους, μπορεί να δημιουργηθεί ένα προφίλ για τη ζωή κάποιου ατόμου, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την υγεία, τις πολιτικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις συναναστροφές, τις σχέσεις και τα ενδιαφέροντά του, αποκαλύπτοντας ενδεχομένως ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες από όσες ευδιάκριτα προκύπτουν από το περιεχόμενο των επικοινωνιών.5Παρά τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για τη διείσδυση στη ζωή ενός ατόμου και την περιοριστική επίδραση στις πολιτικές και άλλες σχέσεις, συνήθως τα νομοθετικά και πολιτικά όργανα παρέχουν στα μεταδεδομένα πληροφοριών χαμηλότερο επίπεδο προστασίας και δεν θέτουν επαρκείς περιορισμούς στους τρόπους με τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους διάφορους φορείς, όπως πώς αντλούνται, κοινοποιούνται και διατηρούνται.

Τα Κράτη προκειμένου να ανταποκρίνονται στις διεθνείς υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με την παρακολούθηση των επικοινωνιών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές που ορίζονται παρακάτω. Οι αρχές αυτές ισχύουν για την παρακολούθηση των υπηκόων κάποιου Κράτους και εφαρμόζονται στην επικράτειά του καθώς και για την παρακολούθηση άλλων πολιτών εκτός της επικράτειας. Επίσης, οι αρχές ισχύουν ανεξάρτητα από το σκοπό της παρακολούθησης – επιβολή του νόμου, εθνική ασφάλεια ή οποιονδήποτε άλλο νόμιμο σκοπό. Ισχύουν επίσης τόσο για την υποχρέωση του Κράτους στο σεβασμό και την παροχή των δικαιωμάτων του ατόμου, όσο και για την υποχρέωση της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών ενάντια στη κατάχρηση από άλλους μη κρατικούς φορείς, όπως οι εταιρείες.6 Ο ιδιωτικός τομέας φέρει ανάλογη ευθύνη για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα δεδομένου του βασικού ρόλου που διαδραματίζει όσον αφορά στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και τη διάδοση των τεχνολογιών, την ενεργοποίηση και την παροχή των επικοινωνιών και – όπου απαιτείται – τη συνεργασία με τις κρατικές δραστηριότητες παρακολούθησης. Ωστόσο, το εύρος των Αρχών που παρουσιάζονται στο παρόν περιορίζεται στις υποχρεώσεις του Κράτους.

Μεταβαλλόμενη τεχνολογία και ορισμοί

Ο όρος “παρακολούθηση των επικοινωνιών” στο σύγχρονο περιβάλλον περιλαμβάνει την καταγραφή, την υποκλοπή, τη συλλογή, την ανάλυση, τη χρήση, τη διατήρηση και την παρακράτηση πληροφοριών, καθώς και την παρέμβαση και την πρόσβαση σε αυτές, οι οποίες περιέχουν, αντικατοπτρίζουν, προκύπτουν ή σχετίζονται με τις επικοινωνίες κάποιου ατόμου στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Ο όρος “Επικοινωνίες” περιλαμβάνει δραστηριότητες, αλληλεπιδράσεις και συναλλαγές που μεταδίδονται μέσω ηλεκτρονικών μέσων, όπως το περιεχόμενο των επικοινωνιών, η ταυτότητα των συμμετεχόντων στις επικοινωνίες, πληροφορίες παρακολούθησης τοποθεσίας, συμπεριλαμβανομένων διευθύνσεων IP, του χρόνου και της διάρκειας των επικοινωνιών και προσδιοριστικών του εξοπλισμού επικοινωνίας που χρησιμοποιείται στις επικοινωνίες.

Από παράδοση, η διεισδυτικότητα της παρακολούθησης των επικοινωνιών αξιολογείται βάσει τεχνητών και τυπικών κατηγοριών. Τα υφιστάμενα νομικά πλαίσια κάνουν διάκριση μεταξύ “περιεχομένου” ή “μη περιεχομένου”, “στοιχείων συνδρομητή” ή “μεταδεδομένων”, αποθηκευμένων δεδομένων ή δεδομένων μετάβασης, δεδομένων που διατηρούνται στο σπίτι ή βρίσκονται στην κατοχή κάποιου τρίτου παροχέα υπηρεσιών.7Ωστόσο, αυτές οι διακρίσεις δεν είναι πλέον κατάλληλες για τη μέτρηση του βαθμού της παρείσδυσης από την παρακολούθηση των επικοινωνιών στις ιδιωτικές ζωές και σχέσεις των ατόμων. Αν και εδώ και πολύ καιρό έχει συμφωνηθεί ότι το περιεχόμενο των επικοινωνιών πρέπει να απολαμβάνει σημαντική νομική προστασία, λόγω της δυνατότητάς του για αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών, έχει γίνει πλέον σαφές ότι άλλες πληροφορίες που προκύπτουν από τις επικοινωνίες – μεταδεδομένα και άλλες μορφές δεδομένων μη περιεχομένου – μπορεί να αποκαλύψουν ακόμα περισσότερα στοιχεία σχετικά με κάποιο άτομο από το ίδιο το περιεχόμενο και επομένως χρειάζονται αντίστοιχη προστασία. Σήμερα, καθένας από αυτούς τους τύπους πληροφοριών μπορεί, αν εξεταστεί μεμονωμένα ή συλλογικά, να αποκαλύψει την ταυτότητα, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις, την κατάσταση ή τα προβλήματα υγείας, τη φυλή, το χρώμα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την εθνική καταγωγή ή τις πεποιθήσεις ενός ατόμου ή να επιτρέψει τη χαρτογράφηση της τοποθεσίας, των μετακινήσεων ή των αλληλεπιδράσεων με την πάροδο του χρόνου του συγκεκριμένου ατόμου,8 ή όλων των ατόμων σε μια δεδομένη τοποθεσία, όπως σε μια δημόσια ή άλλη πολιτική εκδήλωση. Ως αποτέλεσμα, όλες οι πληροφορίες που περιέχουν, αντικατοπτρίζουν, προκύπτουν ή σχετίζονται με τις επικοινωνίες κάποιου ατόμου και οι οποίες δεν διατίθενται άμεσα ούτε είναι εύκολα προσβάσιμες στο γενικό κοινό, θα πρέπει να θεωρούνται “προστατευμένες πληροφορίες” και να απολαμβάνουν τη μέγιστη δυνατή, νομική προστασία.

Όταν αξιολογείται η διεισδυτικότητα της κρατικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, είναι απαραίτητο να εξετάζεται τόσο η δυνατότητα της παρακολούθησης για την αποκάλυψη προστατευμένων πληροφοριών, όσο και ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκεται η λήψη των πληροφοριών από το Κράτος. Η παρακολούθηση των επικοινωνιών που ενδέχεται να οδηγήσει στην αποκάλυψη προστατευμένων πληροφοριών οι οποίες μπορεί να καταστήσουν ένα άτομο αντικείμενο έρευνας, διακρίσεων ή παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων συνιστά σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός του στην ιδιωτική ζωή και επίσης υπονομεύει την ύπαρξη άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της συμμετοχής στα κοινά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για τα συγκεκριμένα δικαιώματα απαιτείται οι άνθρωποι να μπορούν να επικοινωνούν ελεύθερα από την περιοριστική επίδραση της κρατικής παρακολούθησης. Επομένως, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, αλλά και των πιθανών χρήσεων των πληροφοριών που επιδιώκεται να αποκτηθούν.

Όταν υιοθετείται μια νέα τεχνική παρακολούθησης των επικοινωνιών, το Κράτος θα πρέπει να εξακριβώνει εάν οι πληροφορίες που είναι πιθανό να αποκτηθούν εμπίπτουν στο πεδίο των “προστατευμένων πληροφοριών” προτού επιδιωχθεί η λήψη τους. Επίσης, οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να υποβάλλονται σε ενδελεχή δικαστική έρευνα ή σε έλεγχο άλλων δημοκρατικών μηχανισμών εποπτείας. Η μορφή καθώς και το εύρος και η διάρκεια της παρακολούθησης αποτελούν σχετικούς παράγοντες, προκειμένου να αποφασιστεί εάν οι πληροφορίες που αποκτώνται μέσω της παρακολούθησης των επικοινωνιών θεωρούνται “προστατευμένες πληροφορίες”. Επειδή η διεισδυτική ή συστηματική παρακολούθηση έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει προσωπικές πληροφορίες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα επιμέρους τους στοιχεία, ενδέχεται να οδηγούν την παρακολούθηση των μη προστατευμένων πληροφοριών σε ένα επίπεδο διεισδυτικότητας που απαιτεί ισχυρή προστασία.9

Για να καθοριστεί εάν το Κράτος μπορεί να διεξάγει παρακολούθηση των επικοινωνιών που αφορά προστατευμένες πληροφορίες, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές.

Οι Αρχές

Νομιμότητα

Κάθε περιορισμός στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής πρέπει να υποδεικνύεται από τη νομοθεσία. Το Κράτος δεν πρέπει να υιοθετεί ή να εφαρμόζει ένα μέτρο που παρεμβαίνει στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, όταν απουσιάζει μια υπάρχουσα και δημοσίως διαθέσιμη νομοθετική πράξη, η οποία ικανοποιεί ένα πρότυπο σαφήνειας και ακρίβειας που είναι επαρκές για να διασφαλίσει ότι τα εμπλεκόμενα άτομα ειδοποιούνται εκ των προτέρων και είναι δυνατό να προβλεφθεί η εφαρμογή των πληροφοριών τους. Λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών, οι νόμοι που περιορίζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή πρέπει να υπόκεινται σε περιοδικό έλεγχο μέσω συμμετοχικής, νομοθετικής ή κανονιστικής διαδικασίας.

Νόμιμος σκοπός

Οι νόμοι πρέπει να επιτρέπουν μόνο την παρακολούθηση των επικοινωνιών από συγκεκριμένες κρατικές αρχές, προκειμένου να επιτυγχάνεται νόμιμος σκοπός που αντιστοιχεί σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό έννομο συμφέρον που είναι απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Τυχόν μέτρο δεν πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που πραγματοποιεί διακρίσεις βάσει φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικής ή άλλης πεποίθησης, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, ιδιοκτησίας, καταγωγής ή άλλης κατάστασης.

Αναγκαιότητα

Οι νόμοι που επιτρέπουν την παρακολούθηση των επικοινωνιών από το Κράτος πρέπει να περιορίζουν αυστηρά και ευαπόδεικτα την παρακολούθηση στο βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού. Η παρακολούθηση των επικοινωνιών πρέπει να διεξάγεται μόνο όταν αποτελεί το μόνο μέσο επίτευξης ενός νόμιμου σκοπού ή σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν πολλά μέσα και αποτελεί το μέσο εκείνο που είναι λιγότερο πιθανό να παραβιάσει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ευθύνη για την εν λόγω τεκμηρίωση, κατά τη δικαστική αλλά και τη νομοθετική διαδικασία, ανήκει στο Κράτος.

Επάρκεια

Οποιοδήποτε περιστατικό της παρακολούθησης των επικοινωνιών που εγκρίνεται από τη νομοθεσία πρέπει να ανταποκρίνεται στην εκπλήρωση του καθορισμένου νόμιμου σκοπού.

Αναλογικότητα

Η παρακολούθηση των επικοινωνιών πρέπει να θεωρείται ενέργεια υψηλής παρείσδυσης που παρεμβαίνει στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας γνώμης και έκφρασης, απειλώντας τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Οι αποφάσεις σχετικά με την παρακολούθηση των επικοινωνιών πρέπει να λαμβάνονται έχοντας υπόψη το όφελος που επιδιώκεται να επιτευχθεί έναντι της ζημίας που θα μπορούσε να προκληθεί στα δικαιώματα των ατόμων και αναφορικά με άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα. Επίσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευαισθησία των πληροφοριών και η σοβαρότητα της παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Συγκεκριμένα, αυτό προϋποθέτει ότι αν το Κράτος αποκτήσει πρόσβαση ή χρησιμοποιήσει τις προστατευμένες πληροφορίες που αποκτήθηκαν μέσω της παρακολούθησης των επικοινωνιών στα πλαίσια μιας δικαστικής έρευνας, πρέπει να τεκμηριώσει στην αρμόδια, ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαστική αρχή ότι:

  1. υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να διαπράχθηκε ή να πρόκειται να διαπραχθεί ένα σοβαρό έγκλημα;
  2. θα αποκτηθούν αποδεικτικά στοιχεία για το εν λόγω έγκλημα μέσω της επιδιωκόμενης πρόσβασης στις προστατευμένες πληροφορίες;
  3. έχουν εξαντληθεί άλλες διαθέσιμες τεχνικές έρευνας με μικρότερο βαθμό παρείσδυσης;
  4. οι πληροφορίες στις οποίες αποκτάται πρόσβαση θα περιορίζονται σε εκείνες που σχετίζονται εύλογα με το φερόμενο έγκλημα και τυχόν επιπλέον πληροφορίες που συλλέγονται θα καταστρέφονται άμεσα ή θα επιστρέφονται και
  5. οι πληροφορίες προσπελαύνονται μόνο από την καθορισμένη αρχή και χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο δόθηκε έγκριση.

Εάν το Κράτος επιδιώκει να αποκτήσει πρόσβαση σε προστατευμένες πληροφορίες μέσω παρακολούθησης των επικοινωνιών για έναν σκοπό που δεν θέτει κάποιο άτομο στον κίνδυνο ποινικής δίωξης, έρευνας, διακρίσεων ή παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, θα πρέπει να τεκμηριώσει σε μια αρμόδια, ανεξάρτητη και αμερόληπτη αρχή ότι:

  1. έχουν εξεταστεί άλλες διαθέσιμες τεχνικές έρευνας με μικρότερο βαθμό παρείσδυσης;
  2. οι πληροφορίες στις αποκτάται πρόσβαση θα περιορίζονται στις εύλογα σχετικές και τυχόν επιπλέον πληροφορίες που συλλέγονται θα καταστρέφονται άμεσα ή θα επιστρέφονται και
  3. οι πληροφορίες προσπελαύνονται μόνο από την καθορισμένη αρχή και χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο δόθηκε έγκριση.

Αρμόδια δικαστική αρχή

Οι αποφάσεις που σχετίζονται με την παρακολούθηση των επικοινωνιών πρέπει να λαμβάνονται από αρμόδια δικαστική αρχή που είναι αμερόληπτη και ανεξάρτητη. Η αρχή πρέπει να είναι:

  1. διαφορετική από τις αρχές που διεξάγουν την παρακολούθηση των επικοινωνιών;
  2. ενήμερη για τα συναφή θέματα και αρμόδια για τη λήψη δικαστικών αποφάσεων σχετικά με τη νομιμότητα της παρακολούθησης των επικοινωνιών, τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται και τα ανθρώπινα δικαιώματα και επίσης πρέπει να
  3. διαθέτει επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται.

Τήρηση της νομιμότητας

Για την τήρηση της νομιμότητας πρέπει τα Κράτη να σέβονται και να εγγυώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα του ατόμου, διασφαλίζοντας ότι οι νόμιμες διαδικασίες που διέπουν οποιαδήποτε παρέμβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα απαριθμούνται σωστά στη νομοθεσία, διενεργούνται με συνέπεια και είναι διαθέσιμες στο γενικό κοινό. Συγκεκριμένα, ο καθένας κατά τη λήψη αποφάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματά του δικαιούται μια δίκαιη και δημόσια ακρόαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από μια ειδική ανακριτική επιτροπή στα πλαίσια της νομοθεσίας, που είναι ανεξάρτητη, αρμόδια και αμερόληπτη,1 εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να επιδιώκεται αναδρομική έγκριση εντός ενός εύλογα εφικτού χρονικού διαστήματος. Ο απλός κίνδυνος απώλειας ή καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ επαρκής για τη δικαιολόγηση αναδρομικής έγκρισης.

Ειδοποίηση χρήστη

Τα εμπλεκόμενα άτομα πρέπει να ειδοποιούνται σχετικά με μια απόφαση που εγκρίνει την παρακολούθηση των επικοινωνιών και να έχουν αρκετό χρόνο και πληροφορίες στη διάθεσή τους, προκειμένου να μπορούν να αμφισβητήσουν την απόφαση. Επίσης, θα πρέπει να διαθέτουν πρόσβαση στο υλικό που παρουσιάζεται προς υποστήριξη του αιτήματος για έγκριση. Τυχόν καθυστέρηση στην ειδοποίηση δικαιολογείται μόνο στις ακόλουθες περιστάσεις:

  1. η ειδοποίηση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο το σκοπό για τον οποίο δίδεται άδεια παρακολούθησης ή υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή ή
  2. η έγκριση για την καθυστέρηση της ειδοποίησης δίδεται από αρμόδια δικαστική αρχή κατά την παραχώρηση της έγκρισης για την παρακολούθηση και
  3. το θιγόμενο άτομο ειδοποιείται αμέσως μόλις απομακρυνθεί ο κίνδυνος ή εντός ενός εύλογα εφικτού χρονικού διαστήματος, όποιο από τα δύο προηγείται και σε κάθε περίπτωση αφού ολοκληρωθεί η παρακολούθηση των επικοινωνιών. Η ευθύνη για την επίδοση ειδοποίησης ανήκει στο Κράτος, αλλά σε περίπτωση που δεν πραγματοποιήσει την εν λόγω ενέργεια, οι παροχείς υπηρεσιών επικοινωνιών έχουν το δικαίωμα να ειδοποιήσουν τα θιγόμενα άτομα για την παρακολούθηση των επικοινωνιών, εθελοντικά ή κατόπιν αιτήματος.

Διαφάνεια

Οι ενέργειες του Κράτους πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια σχετικά με τη χρήση και το εύρος των τεχνικών και των δυνατοτήτων παρακολούθησης των επικοινωνιών. Επίσης, το Κράτος πρέπει να δημοσιεύει, τουλάχιστον, συγκεντρωτικές πληροφορίες για τον αριθμό των αιτημάτων που εγκρίθηκαν και απορρίφθηκαν, καθώς και έναν διαχωρισμό των αιτημάτων κατά παροχέα υπηρεσιών, κατά τύπο και σκοπό έρευνας. Τα Κράτη πρέπει να παρέχουν στα άτομα επαρκείς πληροφορίες, για να τους δίνουν τη δυνατότητα να κατανοούν πλήρως το εύρος, τη φύση και την εφαρμογή των νόμων που επιτρέπουν την παρακολούθηση των επικοινωνιών. Επιπλέον, τα Κράτη πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα στους παροχείς υπηρεσιών να δημοσιεύουν τις διαδικασίες που εφαρμόζουν κατά τη διεξαγωγή της κρατικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, να συμμορφώνονται με αυτές τις διαδικασίες και να δημοσιεύουν αρχεία σχετικά με την εν λόγω παρακολούθηση.

Ακεραιότητα επικοινωνιών και συστημάτων

Τα Κράτη πρέπει να δημιουργούν ανεξάρτητους μηχανισμούς εποπτείας, προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η απόδοση ευθύνης για την παρακολούθηση των επικοινωνιών.2 Οι μηχανισμοί εποπτείας πρέπει να διαθέτουν έγκριση πρόσβασης σε όλες τις πιθανές, σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τις κρατικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης, όπου κρίνεται κατάλληλο, της πρόσβασης σε μυστικές ή απόρρητες πληροφορίες, για να εκτιμηθεί εάν το Κράτος πραγματοποιεί έννομη χρήση των νόμιμων δραστηριοτήτων του, για να αξιολογηθεί εάν έχει δημοσιεύσει με ακρίβεια και διαφάνεια πληροφορίες σχετικά με τη χρήση και το εύρος των τεχνικών και των δυνατοτήτων παρακολούθησης των επικοινωνιών, καθώς και για τη δημοσίευση περιοδικών εκθέσεων και άλλων πληροφοριών που σχετίζονται με την παρακολούθηση των επικοινωνιών. Οι ανεξάρτητοι μηχανισμοί εποπτείας πρέπει να δημιουργούνται επιπλέον οποιασδήποτε εποπτείας που παρέχεται ήδη μέσω άλλου κρατικού φορέα.

Ακεραιότητα επικοινωνιών και συστημάτων

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα, η ασφάλεια και το απόρρητο των συστημάτων επικοινωνιών και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι με τη διακύβευση της ασφάλειας για κρατικούς σκοπούς σχεδόν πάντα διακυβεύεται η ασφάλεια με την ευρύτερη έννοια, τα Κράτη δεν πρέπει να εξαναγκάζουν τους παροχείς υπηρεσιών ή τους προμηθευτές υλικού ή λογισμικού να δημιουργούν δυνατότητες επιτήρησης ή παρακολούθησης στα συστήματά τους και να συλλέγουν ή να διατηρούν συγκεκριμένες πληροφορίες αποκλειστικά για κρατικούς σκοπούς παρακολούθησης. Δεν πρέπει ποτέ να απαιτείται από τους παροχείς υπηρεσιών η εκ των προτέρων διατήρηση ή συλλογή δεδομένων. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται ανώνυμα. Επομένως, τα Κράτη δεν πρέπει να επιβάλλουν την ταυτοποίηση των χρηστών ως προϋπόθεση για την παροχή υπηρεσιών.3

Διασφαλίσεις για διεθνή συνεργασία

Σε απόκριση των αλλαγών στις ροές πληροφοριών, καθώς και στις τεχνολογίες και υπηρεσίες επικοινωνιών, τα Κράτη ενδέχεται να χρειάζονται τη βοήθεια κάποιου παροχέα υπηρεσιών από το εξωτερικό. Ανάλογα, οι αμοιβαίες συνθήκες δικαστικής συνδρομής (MLAT) και άλλες συμβάσεις που συνάπτονται από τα Κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμόζονται οι νόμοι περισσότερων των ενός κρατών στην παρακολούθηση των επικοινωνιών, θα εφαρμόζεται o διαθέσιμος νόμος με το υψηλότερο επίπεδο προστασίας των ατόμων. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα Κράτη αναζητούν συνδρομή για λόγους επιβολής του νόμου, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή του διττού αξιόποινου. Τα Κράτη δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν διαδικασίες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αιτήματα από το εξωτερικό για προστατευμένες πληροφορίες, προκειμένου να παρακάμπτουν εγχώριους νομικούς περιορισμούς σχετικά με την παρακολούθηση των επικοινωνιών. Οι διαδικασίες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και άλλες συμβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια, να είναι δημοσίως διαθέσιμες και να υπόκεινται σε εγγυήσεις διαδικαστικής αμεροληψίας.

Διασφαλίσεις έναντι παράνομης πρόσβασης

Τα Κράτη πρέπει να θεσπίζουν νομοθετικές πράξεις για την ποινικοποίηση της παράνομης παρακολούθησης των επικοινωνιών από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Η νομοθεσία πρέπει να προβλέπει επαρκείς και σημαντικές αστικές και ποινικές κυρώσεις, μέτρα προστασίας για όσους καταγγέλλουν παρατυπίες, καθώς και δυνατότητες επανόρθωσης για τα θιγόμενα άτομα. Οι νόμοι πρέπει να ορίζουν ότι τυχόν πληροφορίες που αποκτώνται με τρόπο ασυνεπή προς αυτές τις αρχές, καθώς και οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από τις εν λόγω πληροφορίες, δεν θα γίνονται αποδεκτά σε οποιαδήποτε περίπτωση προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επίσης, τα Κράτη πρέπει να θεσπίζουν νόμους που να προβλέπουν ότι μετά τη χρήση του υλικού που αποκτάται μέσω της παρακολούθησης των επικοινωνιών για το σκοπό για τον οποίο δόθηκαν οι πληροφορίες, το εν λόγω υλικό πρέπει να καταστρέφεται ή να επιστρέφεται στα άτομα από τα οποία προήλθε.


  1. Ο όρος “τήρηση της νομιμότητας” μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση των όρων “διαδικαστική αμεροληψία” και “φυσική δικαιοσύνη” και εκφράζεται με σαφήνεια στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου(1) και στο Άρθρο 8 της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. ↩︎

  2. Η βρετανική σύλληψη του θεσμού του Επιτρόπου για θέματα επικοινωνίας αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα ανεξάρτητου μηχανισμού εποπτείας. Το Γραφείο Επιτρόπου Πληροφοριών (ICO) δημοσιεύει μια έκθεση που περιλαμβάνει ορισμένα συγκεντρωτικά δεδομένα, αλλά δεν παρέχει επαρκή δεδομένα για την εξονυχιστική διερεύνηση των τύπων των αιτημάτων, το βαθμό κάθε αιτήματος πρόσβασης, το σκοπό των αιτημάτων και την ενδελεχή εξέταση που υφίστανται. Ανατρέξτε στη διεύθυνση http://www.iocco-uk.info/sections.asp?sectionID=2&type=top. ↩︎

  3. Έκθεση του Ειδικού εισηγητή για την προώθηση και την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, Frank La Rue, 16 Μαΐου 2011, A/HRC/17/27, παράγραφος 84. ↩︎